Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανιδρωτί — ἀνιδρωτί επίρρ. (Α) 1. χωρίς ιδρώτα 2. μτφ. άκοπα, ανενόχλητα 3. χωρίς βιασύνη, με νωθρότητα … Dictionary of Greek
κἀνιδρωτί — ἀνῑδρωτί , ἀνιδρωτί without sweat indeclform a̱priv (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)